"Μικρή παιδούλα έφτασες απ' τη
ξενιτιά,
πρώτη φορά αντίκριζες την όμορφη
πατρίδα,
μικρή αθώα μου ψυχή, του νου σκέψη
βαθειά,
πως τ' όνειρα, που έκανες θα γίνονταν
ελπίδα.
Τον έρωτα δε πρόλαβες να τον
εγνωρίσεις,
το αίμα σου το ίδιο, σε πούλησε
φθηνά,
όσο αν σκεφτόσουνα πως πάλι
θα γυρίσεις,
αλίμονο κατάλαβες πως πια είναι
αργά.
Την εντολή της γένεσης νωρίς, σκληρά,
γνωρίζεις,
αυξάνεστε, πληθύνεστε, πλευρό
του Ιάφεθ συ,
αγάπη, έρωτα, εισέπραξες
νομίζεις,
στην αγκαλιά σου κράτησες μικρή,
αγνή παιδί.
Βάρος διπλό εσήκωσες, δε
μίλησες ποτέ,
καρτερικά περίμενες το ταίρι σου
να αλλάξει,
της λησμονιάς το φάρμακο
δοκίμασες καημέ,
πικρόγλυκο, μα βάλσαμο, μα
σου 'ταξαν μετάξι.
Χρόνια πολλά περάσανε, απόμεινες
μονάχη,
αναπολείς, ανέμελα της νιότης σου
χαρές,
αλίμονο δεν έζησες των κοριτσιών
τη μάχη,
ζωή δική σου ζήσανε, άλλοι, χωρίς
ντροπές".
Το ποίημα από την ποιητική μου συλλογή Πρώτα Βήματα