Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

Μαζί

"Κάτασπρα πουλιά, ολόλευκα τα φτερά τους, ταξίδεψαν στου χρόνου το πέρασμα, αλώβητα, ανεπηρέαστα συνέχιζαν το ταξίδι τους μέσα στις καταιγίδες, που με άσβεστη μανία, με χίλιους δυο τρόπους,πάλευαν να τα ρίξουν, για σε φλεγόμενη γη, για σε θάλασσα μουντή, σκοτεινή.

Μα τούτα άντεξαν, έμειναν αγνά, όπως όταν γεννήθηκαν και το μόνο που ζητούσαν, να βρουν το καταπράσινο λιβάδι, απάτητο όπως το 'χαν αφήσει, με μικρές λιμνούλες που το πρωινό φως του ήλιου τις έκανε να μοιάζουν καθρέφτες του ουρανού, γεμάτο δέντρα λογής λογής, φορτωμένα με φρούτα, ένα μωσαϊκό γεμάτο χρώματα και μυρωδιές.

Εκεί γεννήθηκαν, εκεί ήθελαν να επιστρέψουν,να ξαποστάσουν, να κοιμηθούν να ξεκουραστούν απ' της ζήσης τους τις κακοτοπιές.

Και ανέλπιστα σαν τον τόπο βρήκαν, είχε αλλάξει τούτος.

Το πράσινο της γης χώμα γκρίζο και τραχύ είχε γίνει, οι λιμνούλες λάσπες γεμάτες, δέντρα λίγα είχαν απομείνει, και αυτά ξερά, η δυσοσμία της αμφιβολίας διάχυτη στον ουρανό.

Μα δεν τους ένοιαζε διόλου, τούτος ήταν ο τόπος τους, εδώ γεννήθηκαν, γεμάτα χαρά θέλησαν μετά από τα τόσα ταξίδια εδώ να μείνουν να τον αλλάξουν τούτο τον τόπο, να τον κάνουν όπως ήταν, γιατί τούτα έβλεπαν την ελπίδα, την χαρά του, το αληθινό του πρόσωπο.

Μα αλίμονο μαύρες σκιές, σαν σκοτεινά κοράκια, ορμάνε πάνω τους και δεν τους αφήνουν να πατήσουν στο τόπο τους, εδώ που γεννήθηκαν, εδώ που για πρώτη φορά γνώρισαν αγάπη, έρωτα, ζωή.

Τούτες οι σκιές πια έχουν ριζώσει στο τόπο τούτο, δικό τους τον έχουν κάμει, κει θαρρώ θα μένουν μέχρι οι ουράνιες νεφέλες που κουβαλούν το φως να τις ρίξουν στην στερνή τους άβυσσο".

Θανάσης Καλλονιάτης ©2024

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Το παγκάκι

"Καθισμένος μόνος σε τούτο το φτιαγμένο απ' ρομαντικούς παγκάκι που καθόταν με την Νέλλη ώρες ατελείωτες, μιλώντας πότε για το ένα πότε για το άλλο, αγναντεύει τούτο το πέλαγος που τους χωρίζει αλλά και τους ενώνει συνάμα, θυμάται τις όμορφες στιγμές που ο ένας άγγιζε τον άλλον και μόνο αυτό τους έδινε την δύναμη να παλέψουν για το αδύνατο, να το κάμουν δυνατό.Βλέπει τα κύματα που απαλά χαϊδεύουν την ακρογιαλιά και στο νου του φέρνει το χάδι της, την πνοή της, το χαμόγελο της, συντροφιά του τούτες τις στιγμές που η μοναξιά βασιλεύει στις πιο απόμακρες γωνιές του νου του.

Θαρρείς τα κύματα και συνωμότησαν με το θεό Μορφέα, και ο Νικόλας σε μια στιγμή ταξίδευε πάνω στα κύματα, πάνω στη ράχη λευκού σταχτοδέλφινου' παρέα τους οι γλάροι που νόμιζες ότι γελούσαν δυνατά, και ψάρια που πετούσαν πλάι τους, και όταν κουράζονταν ξαπόσταιναν πάνω σε δυο ή τρεις φάλαινες που ταξίδευαν μαζί τους λίγο παραπέρα.Απορεί ο Νικόλας με όλα τούτα, μάταια ψάχνει εξήγηση, μα να, στεριά μπροστά του.

Αρχαίας θεάς τόπος ιερός, στην άκρη της Αττικής γης που φως γεννιέται, να βρέχεται απ' του Αιγέα τα νερά.

Εκεί μπροστά στα μάτια του δυο θεριά έτοιμα να κατασπαράξουν το 'να τ' άλλο, τόσο ίδια μα και τόσο αλλιώτικα μεταξύ τους. Φυσά ο αγέρας, του ψιθυρίζει τα ονόματα τους, τρόμο γεμίζει ο νους του. Άγριο το παλεσιό τους, δίχως νικητή, δίχως ηττημένο, τα ουρλιαχτά τους εφιάλτης στου ονείρου τη τρεχάλα. Μα ξάφνου τούτα σταματούν τη μάχη τους, προς αυτόν κοιτούν, γελούν περιπεκτικά, και θαρρώ σαν να αγριεύουν. Κατά πάνω του έρχονται με μανία, τα μάτια τους κόκκινα σαν αίμα σφαγμένου ζώου, την ανάσα τους μυρίζει, τρέχει προς την θάλασσα να ξεφύγει, ο φόβος έχει κυριεύσει το νου του. Σκοντάφτει, πέφτει κάτω, θαρρεί τούτο είναι το τέλος και κλείνει τα μάτια.

Τα ουρλιαχτά, τα γέλια σταμάτησαν. Το μόνο που ακού είναι ο παφλασμός των κυμμάτων. Η βρώμα απ' την ανάσα τους χάθηκε, το άρωμα απ' τις λεβάντες που είναι απλωμένες παντού, την έχει σβήσει απ' το μυαλό του.Κάθεται πάλι εκεί, στο παγκάκι τους μα τούτη τη φορά να ονειρεύεται ξύπνιος, να ελπίζει, να προσμένει, πότε τούτα τα θεριά θα χαθούν στα βάθη της θάλασσας."

Θανάσης Καλλονιάτης ©2024

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Αντάμα οι δαίμονες

Mikhail Aleksandrovich Vrubel - The Seated Demon

"Το βλέμμα του χάθηκε στο απέραντο γαλάζιο του πελάγους, συντροφιά του τούτη η θάλασσα σε όλη του τη ζωή, σε όλες του τις αναμνήσεις, όμορφες και άσχημες.
Γύρισε το πρόσωπο του προς εμένα. Πρώτη φορά δεν έβλεπα αυτή τη λάμψη των ματιών του, το σχεδόν μόνιμο χαμόγελο απ' τα χείλη του είχε σβήσει, μπροστά μου ήταν έναν άλλος άνθρωπος, που για πρώτη φορά γνώριζα, όχι ο παιδικός μου φίλος.

- Τούτοι οι δαίμονες χρόνια με κυνηγούν, δεν αφήνουν την ψυχή μου να ησυχάσει, μου είπε και τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα σαν αίμα σφαγμένου βοδιού σε καλοκαιρινό πανηγύρι.

Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε ψηλά, δείχνοντας μου ένα σύννεφο στον ουρανό.... 

- Δες, θαρρείς και τους βλέπω να με περιγελούν, να με κοροϊδεύουν....
Γύρισα προς τη μεριά που μου έδειξε και το μόνο που είδα ήταν λευκά σύννεφα που αγωνιούσαν να διασχίσουν τον καταγάλανο ουρανό, πριν ο ήλιος χαθεί πίσω από τα γεμάτα ελαιόδεντρα βουνά.


Όταν μου τηλεφώνησε ο Νικόλας και μου είπε ότι θέλει να με δει, θέλει να μου μιλήσει, η αλήθεια είναι ότι μου φάνηκε κάπως περίεργο γιατί παρόλο που είχαμε μεγαλώσει μαζί, τα τελευταία χρόνια δεν πολυβρισκόμασταν, ίσως καμιά φορά τυχαία στο δρόμο και αλλάζαμε ένα γειά.
Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή του Νικόλα....
- Θυμάσαι την Νέλλη;


Φυσικά και την θυμόμουν...ο μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτας του... με πήγε πολλά χρόνια πίσω τούτη η ερώτηση του, δεν μπορώ καν να θυμηθώ πόσα.
Στο τέλος της εφηβείας ο Νικόλας, έφηβη η Νέλλη, δεν θυμάμαι καν πόσο κράτησε, αυτό που θυμάμαι έντονα το πόσο άσχημα είχε πάρει τον χωρισμό αυτόν ο Νικόλας, και πόσο πολύ χρόνο χρειάστηκε να το ξεπεράσει, αν ποτέ το ξεπέρασε, γιατί θυμάμαι ότι κάθε τόσο την ανέφερε στις συζητήσεις μας όσο τουλάχιστον κάναμε παρέα. 


- Τη θυμάμαι ρε φίλε, του αποκρίθηκα,... πως θα μπορούσα άλλωστε να την ξεχάσω, δεν είχε φερθεί και όμορφα στο Νικόλα , τον είχε αφήσει για κάποιον άλλον. 


- Προχώρησα ρε φίλε, τη ξέχασα, έχτισα τη ζωή μου, ότι μου την θύμιζε το έδιωξα, ακόμα και σένα, το φίλο μου, σου ζητώ συγνώμη ρε φίλε...
Ένιωσα παράξενα με τούτη την μικρή εξομολόγηση του... 


- Εντάξει ρε φίλε, όλα καλά, έχουν περάσει τόσα χρόνια, του αποκρίθηκα αμήχανα.. 


- Ήρθε πάλι στη ζωή μου ρε φίλε, αντάμα και οι δαίμονες, μου τρων τα σωθικά, και απ ' τα μάτια του τρέξανε δάκρυα. 


Μου έριξε μια τελευταία ματιά, ψέλλισε ένα συγνώμη, και τράβηξε κατά το βουνό.... αφήνοντας τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε πίσω του...
Δε τον σταμάτησα, δε του είπα τίποτα, τον κοιτούσα να απομακρύνεται...

 
Θαρρώ τον άφησα να δώσει την μάχη με τους δαίμονες του...."

Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023

Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Λύτρωση

Το βλέμμα του ήταν τόσο κοντά στο δικό μου. Θαρρείς έκρυβε παράπονο, θλίψη, λύπη. Τον κοίταξα καλύτερα. Τα μάτια του σαν δάσος "καψαλιασμένο" που η φωτιά τ' "ακούμπησε" αλλά δε το κάψε, σαν θάλασσα γκρίζα που καθρεφτίζει το συννεφιασμένο ουρανό λίγο πριν τη καταιγίδα.

Το πρόσωπο του σκοτεινό, γεμάτο ρυτίδες, βαθιές, τόσο που ο ιδρώτας που έρεε τις έκανε να μοιάζουν σαν ποτάμια την άνοιξη όταν λιώνουν τα χιόνια, κείνη την ώρα που ο ήλιος δύει, και αφήνει τη θέση του στο σκοτάδι.Προσπάθησε κάτι να μου πεί, αλλά φωνή δε βγήκε, νομίζω κάτι σαν ψίθυρος, κάτι σαν θρόισμα φύλλων στο φύσημα τ' ανέμου, και μου ψέλλισε:


"Με πνίγει ο εγωισμός σας,
τα κάλπικα χαμόγελα, τα δανεισμένα λόγια,
μαύρη η ψυχή μου, σε τούτα κολυμπά,
απ' έξω θε να μείνω, το κάστρο σας λερώνω,
Αταίριαστος μπαγάσας, στου μυαλού σας το καμβά"

Λέγοντάς μου τούτα, έγειρε μπροστά και μόλις μπορούσα να διακρίνω δάκρυα στα μάτια του, μόλις μπορούσα να αφουγκραστώ τους λυγμούς του, δάκρυα, λυγμοί, ενός μωρού που ζητούσε μια γονική αγκαλιά, ενός απόμαχου της ζωής που "έχασε" το ταίρι του. Άπλωσα το χέρι να του δώσω παρηγοριά, μα αυτός, με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο μίσος, ύψωσε τη γροθιά του και θρυμμάτισε το γυαλί που μας χώριζε, ενώνοντας μυαλό ,καρδιά, ψυχή, θαρρείς πως έτσι θα 'βρισκε λύτρωση απ΄τις φωνές των διαμονών του.


Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Διωγμός

 


"Οι αναμνήσεις ενός Λαού επιβάλλεται να μένουν ζωντανές"

Όλη η ζωή τους, οι αναμνήσεις φορτωμένα πάνω σε τούτο το παλιό κάρο, αντάμα με την ελπίδα της επιστροφής. Πίσω τους ούτε μια ματιά , θέλουν στο νου τους όλα να είναι όπως τα άφησαν όταν με το καλό επιστρέψουν. Τα σπίτια με τις κεραμοσκεπές και τις γεμάτες από λουλούδια αυλές, τις όμορφα σκαλισμένες σιδερένιες αυλόπορτες. Τα πετρόστρωτα σοκάκια που τις Κυριακές μετά τη Θεία Λειτουργία γεμίζανε από παιδιά ανέμελα, ανθρώπους ευτυχισμένους, που δοξάζανε το Θεό γιατί πρώτα απ' όλα είχαν την υγεία τους. Αγίων τόπος.

Τούτες οι σκέψεις περνάγανε σαν ορμητικό ποτάμι από το νου του Λεωνίδα, που χωρίς να το αντιλαμβάνεται τραβούσε το ζώο με δύναμη κάνοντας το να δυσανασχετεί, κάτι που ανάγκασε το γιο του Μιχάλη να τον βγάλει απ' τις σκέψεις του.

-Πατέρα το ζω πονά, μην το τραβάς με τόση δύναμη.

Γύρισε προς το μέρος του Μιχάλη, αλλά δε του αποκρίθηκε, συνέχισε να περπατά βυθισμένος στις σκέψεις του.

-Μάνα τι έχει ο πατέρας;

-Τίποτα παλικάρι μου, κουρασμένος απ' το φόρτωμα είναι, του αποκρίθηκε η μάνα.

Τις σκέψεις του Λεωνίδα τις διέκοψαν κραυγές απελπισίας...

-Παναγία μου, Χριστέ μου καίνε το χωριό μας.....

Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους πίσω στο όμορφο χωριό τους.

Μαύροι πυκνοί καπνοί αντικαθιστούσαν το γαλάζιο του ουρανού πάνω απ' το άμοιρο χωριουδάκι τους, κάλυπταν την ζωοδότρα λάμψη του ήλιου, γεμίζοντας σκοτάδι τις καρδιές τους. Τα μάτια τους γέμισαν από δάκρυα, σε τούτο το θέαμα.

-Προχωράτε, μην κοιτάτε πίσω, οι Τσέτες όταν τελειώσουν θα έρθουν για μας.

Τούτα τα ξεστόμισε ο Λεωνίδας που ήταν ο μόνος που έβλεπε την συμφορά να γίνεται μεγαλύτερη αν δεν τον άκουγαν.

Πριν πάρουν τη απόφαση να φύγουν απ ' το χωριό τους ο Λεωνίδας είχε ακούσει τις φήμες για τις θηριώδες των Τσετών για αυτό και έκανε τα αδύνατα δυνατά να πείσει τους συγχωριανούς του να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Βλέποντας και αυτός τους καπνούς, στο νου του ήρθαν τα λόγια εκείνου που γλίτωσε απ ' τη σφαγή σε κοντινό χωριό.

-Δεν αφήνουν τίποτα όρθιο, δεν αφήνουν τίποτα ζωντανό, ξεριζώνουν ότι Ελληνικό υπάρχει όπου περνούνε.

Έσφιξαν τα δόντια και συνέχισαν το δρόμο τους. Όσο απομακρύνονταν από τον τόπο τους, συνειδητοποιούσαν ότι δεν θα τον ξαναδούν, ότι πάνε σε μια καινούργια πατρίδα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να το ξεστομίσει....

Ο νους τους ταξίδευε στο χρόνο πίσω, στο πανηγύρι του Αι Γιάννη που όλοι ανέμελα ξεχνάγανε τις καθημερινές τους έννοιες και γίνονταν όλοι μια μεγάλη αγκαλιά στην πλατεία του χωριού τους, στην Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, στην αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον, και στην ειλικρινή, αληθινή συγνώμη που απλόχερα έδιναν όχι για τίποτα σημαντικό αλλά για μικρά καθημερινά, που έδιναν ένα άλλο "χρώμα" στην καθημερινότητα τους. Τα μάτια τους κοίταζαν μπροστά η σκέψη τους όμως πίσω, στις Άγιες ημέρες των Παθών, που κανένας τους δεν έλειπε από τις λειτουργίες στον ναό, στην προσμονή της Ανάστασης του Κυρίου μας, μια προσμονή που τώρα πια θα ναι αλλιώτικη, μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν, μακριά από τους τάφους των δικών τους ανθρώπων.

Ο Λεωνίδας γύρισε το βλέμμα του για μια τελευταία ματιά στο χωριό τους. Τούτο πια καίγονταν, οι φλόγες έφταναν ψηλά και ανακατεύονταν με το μαύρο καπνό, τον γαλάζιο ουρανό και τις χρυσές ακτίνες του ήλιου.

Τούτη ήταν και η τελευταία εικόνα που κράτησε και διηγούνταν στα δισέγγονα του, αφού ο Λεωνίδας άφησε την τελευταία του πνοή σε βαθιά γεράματα σε μια νέα πατρίδα που αγκάλιασε αυτόν και τους συγχωριανοΰς του, μην αφήνοντας ποτέ να πεθάνει η ελπίδα του γυρισμού. -

Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Η παραλία της Νεράιδας

 


Με θλίψη, καθισμένος σε ένα παλιό παγκάκι, κοιτά το ψαροκάικο να βγαίνει απ' τούτο το μικρό λιμανάκι, και οι αναμνήσεις στο μυαλό του θολές, πασχίζει να τις φέρει στο νου του, είναι το μόνο που του χει απομείνει να θυμάται απ' εκείνη.

Όλοι σ' τούτο το μικρό νησί τον γνωρίζουν τον Μιχαλιό, κανένας δε θα σου πει κακό λόγο για αυτόν, θαρρούνε πως είναι και λιγάκι τρελός.

Στα είκοσι του, μόλις είχε τελειώσει το στρατιωτικό του, ανέλαβε την βάρκα του πατέρα του. Στη σκοπιά σε ένα στρατόπεδο στην Λέσβο, του είπανε για τον χαμό του στην θάλασσα, μόνο την βάρκα βρήκανε, το σώμα του ποτέ. Έτσι άμα πήρε το απολυτήριο, δεν είχε και κάτι άλλο να κάνει, αποφάσισε να γίνει ψαράς να θρέψει την μάνα του και τον ανάπηρο από γεννησιμιού αδερφό του. Βαρύ φορτίο για τον Μιχαλιό.

Μεροδούλι μεροφάϊ, τα όνειρα γκρίζα σύννεφα που χάθηκαν με το πρώτο φύσημα τ' ανέμου. Λίγα τα ψάρια, παλιά η βάρκα, τα καϊκια και οι τράτες δεν αφήνανε σχεδόν τίποτα στη θάλασσα, με το ζόρι ο επιούσιος, σαν του ζήτησε ο Δήμαρχος να κουβαλά τουρίστες με την βάρκα του δεν ήθελε και πολύ για να το αποφασίσει.

Το νησί δεν ήταν τουριστικός προορισμός αλλά ο Θεός το χε "προικίσει" με μια πανέμορφη αμμουδιά γεμάτη ακακίες και αρμιρίκια που έφταναν σχεδόν μέχρι και το κύμα, και απο να βράχο ανάβλυζε νερό κρύσταλλο. Σε τούτη τη παραλία δεν έφτανε μήδε δρόμος, μήδε μονοπάτι και ο μόνος τρόπος να πας ήτανε με βάρκα.

"Παραλία της Νεράϊδας" την ονόμασαν, γιατί όπως λέγανε οι "παλιοί", οι Νεράιδες τα δειλινά μαζεύονταν και τραγουδούσαν, για τη βασίλισσα τους και αυτή διάλεγε ποια θα λεγε το ποιο όμορφο τραγούδι για την αφήσει να "ανακατευτεί" ένα βράδυ με τους ανθρώπους.

Αυτή γίνηκε η ζωή του, κάθε μέρα πήγαινε και ερχόταν κουβαλώντας ανθρώπους που σπάνια του μιλούσανε και ακόμα σπάνια του μιλούσε και αυτός.

Ένα απόγευμα είχε γυρίσει και τους τελευταίους, ετοιμαζόταν να δέσει τη βάρκα να πάει σπίτι του μα μια παρέα πέντε νέων κοριτσιών τον παρακάλεσε να τους πάει στην παραλία. Τ' αποφάσισε και έτσι ξεκίνησαν. Παρατηρούσε τις κοπέλες, πολύ μικρές στην ηλικία όλες τους, απορούσε πως οι γονείς τους τις άφηναν να κάνουν διακοπές μόνες. Η ματιά του "έμεινε" σε μια από τις κοπέλες που τον κοιτούσε.

-Πως σε λένε, τον ρώτησε, εμένα Αριάδνη, συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση.

-Μιχαλιό, της αποκρίθηκε κείνος και χαμήλωσε τα μάτια.

-Του παππού μου το όνομα μου δώσανε, τα παλιά τα χρόνια είχε το πιο μεγάλο καΐκι στο νησί μα του το φάγανε οι τοκογλύφοι.

Φτάσανε στην παραλία και τα κορίτσια δεν έχασαν καιρό και βούτηξαν στα όμορφα νερά.

-Μιχαλιό, αντε τι κάθεσαι, πέσε και εσύ στο νερό, του φώναξε η Αριάδνη, με ένα χαμόγελο που έκανε το Μιχαλιό να κοκκινησει.

Εκείνος της είπε ένα ξερό όχι, πιο πολύ από αμηχανία, όχι ότι δεν ήθελε. Η Αριάδνη άφησε τις άλλες κοπέλες και πήγε κοντά του. Άρχισαν να μιλάνε, και τι δεν έλεγαν ο ένας για τον άλλον, τα πάντα.

Και τούτο συνεχίστηκε για όσες μέρες έμεινε η Αριάδνη στο μικρό του νησί. Ξυπνούσε ο Μιχαλιός το πρωΐ ο νους του στην Αριάδνη, ξάπλωνε να κοιμηθεί τα ίδια, και όλη τη μέρα μαζί. Έφτασε όμως η ώρα να φύγει η Αριάδνη και είπανε να μην χαθούν, να ανταλλάσσουν γράμματα, να λένε τα νέα τους.

Κάμποσους μήνες βάσταξε τούτο, και ξαφνικά η Αριάδνη σταμάτησε να του στέλνει, ένα πρωΐ ο ταχυδρόμος του γύρισε πίσω κάποια απ τα δικά του.

Στεναχωρέθηκε ο Μιχαλιός, δε μπορούσε το μυαλό του να καταλάβει τι είχε συμβεί. Με την βοήθεια του γραμματικού βρήκανε ένα τηλέφωνο.

Πήρε το θάρρος τηλεφώνησε. Στο μυαλό του τα λόγια της μάνας της Αριάδνης καταιγίδα. Κάτι του πε για ένα οδηγό μεθυσμένο, την Αριάδνη που γυρνούσε με το ποδήλατο της απ' το σχολή της και τη παρέσυρε, βαριά τα τραύματα δεν άντεξε.....

Πέρασαν τα χρόνια, απόμεινε μόνος του και αυτός, ο αδερφός του και η μάνα του συγχωρέθηκαν, τη βάρκα την έδωκε σε ένα συντοπίτη του και του δίνε ένα αντίτοιμο για να περνά.

Και ο Μιχαλιός, καθισμένος εκεί στο παγκάκι του, να κοιτά τα ψαροκάϊκα, να περιμένει με υπομονή την Αριάδνη να πάνε με τη βάρκα στην παραλία, να ακούσουν μαζί το τραγούδι των Νεράιδων. -

Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Ερωτικά Γράμματα (Ερωτικό αδιέξοδο)

"Ατέλειωτες οι ώρες,δεν περνάνε...
Θαρρείς και έχει σταματήσει ο χρόνος....
Και ο πόλεμος μέσα μου ασταμάτητος, χωρίς νικητή.
Η μια μου πλευρά, που σ' αγαπά και σε λατρεύει, και η άλλη, αυτή που σε μισεί και θέλει να βγάλει απ τη ζωή μου το οτιδήποτε από σένα.
Αφόρητη η εναλλαγή των συναισθημάτων μου, ανυπόφορη.
Είναι πιο εύκολο να κλαις για κάποιον που πέθανε, πάρα για κάποιον που είναι ζωντανός.
Σε συναντώ, σε βλέπω και δεν ξέρω αν θέλω να σε πνίξω στα φιλιά ή απλά να αλλάξω δρόμο, ίσως και να σε βρίσω ακόμα για αυτά που μου έχεις κάνει, αλλά τα αγνοείς.
Τη μέρα όλα είναι ξεκάθαρα.
Τη νύχτα όμως...
Όλα αλλάζουν, όλα γίνονται βαριά, θολά, τα συναισθήματα, τόσο δυνατά, η εναλλαγή τους τόσο έντονη και γρήγορη που σε φτάνει στα όρια της τρέλας.
Η σκέψη και μόνο ότι κάποιος άλλος μπορεί να σε αγγίζει με κάνει να παίρνω τους δρόμους, να σε βρω...
Η σκέψη ότι ποτέ δεν ένιωσες κάτι για μένα αλλά ήμουν απλά ένα καπρίτσιο που δεν το "σκοτώνεις" μόνο κ μόνο για την αυτοεπιβεβαίωση σου, με γεμίζει μίσος, οργή, αλλά όχι για σένα, για μένα που άφησα το εαυτό μου να νιώσει όλο αυτόν τον "καταρράκτη" συναισθημάτων για εσένα.
Προσπαθώ να σε μισήσω αλλά δεν μπορώ.
Προσπαθώ νύχτες ολόκληρες,
είναι αδύνατο.
Η σκέψη ότι νιώθεις μόνη σου και σε έχω στην αγκαλιά μου με γαληνεύει.
Η σκέψη ότι σου κάνω έρωτα με απογειώνει, σωματικά κ ψυχικά, με κάνει κυριολεκτικά να θέλω να αφήσω τα πάντα για σένα.
Και τότε σ αγαπάω, και μετά σε μισώ......
Και ξεσπάω.
Ξεσπάω μουντά.
Σε ένα χαρτί, μ ένα μολύβι....
Και έρχεται το πρώτο φως της μέρας.
Γίνομαι αυτός που όλοι ξέρουν, αλλά στην πραγματικότητα αγνοούν.
Και κανένας τους, εκτός από σένα, δεν ξέρει το μεγάλο μου "μυστικό" , την αρρώστια που σιγά, σιγά, με αποδομεί, με λιώνει, με τελειώνει, σωματικά και ψυχικά.
Και η μέρα περνά, έρχεται η νύχτα, ξανά απ την αρχή το ίδιο μαρτύριο.
Σε κύκλο ατέρμονο, βασανιστικό, σαν το μαρτύριο του Σίσυφου.
Πρέπει να σε ξεπεράσω κ να σε αφήσω πίσω μου...
Για το καλό μου...
Αλλά είναι αδύνατο ".

Θανάσης Καλλονιάτης - Κατοχυρωμένο Ιούνιος 2022

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Η ζωή είναι ποτάμι


  Μόνος του, παρέα μαζί με το φεγγάρι που δειλά ξεπρόβαλε από τις χαμένες πατρίδες αλλά και τούτο το μεγαλοπρεπή σύμβολο ελευθερίας, ανάβει ένα τσιγάρο προσπαθώντας να διασκεδάσει την αγωνία του. Κάθε τόσο γυρνάει το πρόσωπο του προς το δρόμο, σαν να φοβάται μήπως ότι περιμένει τον προσπεράσει χωρίς να τον δει. 
Στο βάθος κοιτά μια παρέα νεαρών που έρχεται προς το μέρος του, δεν μπορεί να ξεχωρίσει πρόσωπα, η καρδιά του πάει να σπάσει.

- Φίλε, μήπως έχεις φωτιά.

Γυρνάει το βλέμμα του προς τα εκεί που άκουσε τη φωνή, είναι ένας νεαρός στην ηλικία του κρατώντας τσιγάρο, περιμένωντας ανυπόμονα απάντηση. Βγάζει απ τη τσέπη του τον αναπτήρα και του ανάβει το τσιγάρο χωρίς να του μιλήσει. Η παρέα των νεαρών συνέχισε το δρόμο του προς το μικρό δασάκι παρακάτω.

-Ευχαριστώ αδερφέ, Γιώργος, και απλώνει το χέρι του να συστηθεί.

-Νάσος, του απαντάει ενοχλημένος. 

"Ώρα που διάλεξε για γνωριμίες" σκέφτηκε και γύρισε το πρόσωπο του προς το δρόμο.

-Αδερφέ, οι γυναίκες είναι περίεργα πλάσματα...., είπε ο Γιώργος κοιτώντας προς το φεγγάρι.

"Ποιος τον ρώτησε τώρα αυτόν", σκέφτηκε ο Νάσος και ο εκνευρισμός του ήταν εμφανής.

Ο Γιώργος τράβηξε μια τζούρα απ' το τσιγάρο του, πήγε παραπέρα, κάθισε, αγναντεύοντας τη θάλασσα.

Ο Νάσος άρχισε να ανησυχεί ότι η πρώην κοπέλα του δε θα ερχόταν. Όχι ότι θα είχε και άδικο. Της ζήτησε να βρεθούν μήπως της αλλάξει την απόφαση να χωρίσουν, μετά από τόσο καιρό που' ταν μαζί .
Μια άλλη παρέα νεαρών φάνηκε απ' το δρόμο, σταμάτησαν όλοι λίγο απόμακρα, μόνο μια κοπέλα προχώρησε προς το μέρος του. Το πρόσωπο του έλαμψε, κάθε κακή σκέψη έφυγε. Το κορίτσι που ερχόταν προς το μέρος του ήταν όμορφο, είχε ένα χαμόγελο που δύσκολα θα σε έκανε να την ξεχάσεις. Χαμογελούσε όλο το πρόσωπο της, και γύρω της χαμογελούν όλα. Έσκυψε να την φιλήσει, μ' αυτή ευγενικά απομακρύνθηκε χωρίς όμως το χαμόγελο να φύγει από τα χείλη της. Κάθισαν σε ένα παλιό παγκάκι "φαγωμένο" απ' την αρμύρα της θάλασσας. Όση ώρα συζητούσαν το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη του κοριτσιού, ενώ στο πρόσωπο του Νάσου διέκρινες μια διάθεση απολογητική. Μιλούσαν έτσι για κάμποση ώρα, όταν το κορίτσι ξάφνου, χωρίς να φύγει το χαμόγελο απ' τα χείλη του ούτε για μια στιγμή, σηκώθηκε και πήγε πάλι με τα παιδιά που την συνόδευαν, αφήνοντας τον Νάσο μόνο του να την κοιτά χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη, χλωμός, με μάτια κόκκινα, έτοιμα θαρρείς να γεμίσουν δάκρυα.
Το κορίτσι χάθηκε μέσα στο μισοσκόταδο. Κάποια γέλια ακουγόταν πότε πότε απ' την μεριά που έφυγε, μαχαιριά στην καρδιά του που χτυπούσε μόνο για κείνη.

- Ξέρεις αδερφέ μετά από ένα τέλος τι υπάρχει, ακούστηκε μια φωνή.

Ήταν ο Γιώργος που δεν είχε φύγει αλλά απολάμβανε το τσιγάρο του λίγο παραπέρα.

- Μία καινούργια αρχή, αδερφέ μου, μια καινούργια αρχή, απάντησε μόνος του και πλησίασε το Νάσο.

Ο Νάσος γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε, αυτή τη φορά δεν του προκάλεσε εκνευρισμό, έκανε παραπέρα να καθίσει δίπλα του, εκεί που πριν από λίγο καθόταν το κορίτσι.

-Αδερφέ, η ζωή είναι σαν ένα ποτάμι. Κάποτε κυλάει ήρεμα, όμορφα, άλλες φορές όμως γίνεται ορμητικό, επικίνδυνο. Σπάνια έχει καταρράκτες που πολύ δύσκολα τους ξεπερνάμε χωρίς "τραύματα" και " πληγές".
Ας παρακαλάμε το Θεό το ποτάμι μας να είναι πότε πότε ορμητικό για να δοκιμαζόμαστε, να μαθαίνουμε, αλλά προπάντων χωρίς καταρράκτες, είπε στο Νάσο και συνέχισε ανέκφραστος να κοιτά τη θάλασσα.

-Πάμε κάτω στη πόλη να κεράσεις ένα καφέ, να μου τα πεις να ξαλαφρώσεις, είπε ο Γιώργος και του βάρεσε φιλικά τη πλάτη.

Ο Νάσος χωρίς να του απαντήσει, του έγνεψε καταφατικά και μαζί κατηφόρησαν το δρόμο για τη πόλη, συζητώντας χαμηλόφωνα λες και φοβόταν ότι κάποιος θα ακούσει τι λένε. Τούτο το σούρουπο, σε τούτη τη γωνιά της όμορφης Αιολικής γης, μέσα σε λίγες στιγμές "πέθανε" μια αγάπη αλλά "γεννήθηκε" μια πραγματική φιλία. -

Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2022

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

~ Χαμένες πατρίδες ~

Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, τη κυρά Σταυρίτσα καθισμένη σε ένα παλιό σκαμνί στη μικρή της αυλή, αγνάντευε τα απέναντι παράλια, τις χαμένες πατρίδες όπως τις έλεγε, με νοσταλγία.

-"Παλικάρι μου Θανάση, να κοίτα. Κει κάτω η Σμύρνη μας, απέναντι το Δεκελί, και πιο πάνω το σπίτι μου τ' Αιβαλί....", και ίσα που πρόλαβα να δω δυό δάκρυα που κύλησαν στα γερασμένα μάγουλα της, όσο και αν προσπάθησε να τα κρύψει.

Μικρασιάτισα η κυρά Σταυρίτσα , ήρθε εδώ στους διωγμούς το' 22, παιδούλα τότε αλλά όλα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη της, το καταλάβαινες όταν τα διηγούνταν λες και τα ζούσε κάθε φορά.

Σηκώθηκε με δυσκολία απ' το σκαμνί, πήγε μέσα στο σπίτι, βγαίνοντας μετά από λίγο κρατώντας μια παλιά εικόνα του Χριστού και της Παναγιάς με ένα σπάνιο πια στα χρόνια μας σεβασμό.

-"Τούτη δω κρατούσα σε όλο το ταξίδι, από το Αιβαλί στη Μυτιλήνη. Μου την έδωκε η μάνα μου μαζί με ένα μικρό σάκο που ποτέ δεν είδα τι είχε μέσα γιατί απ' το φόβο μου, τον έχασα ούτε θυμάμαι που", και με παράπονο κοίταξε προς τα απέναντι παράλια.

-"Ξέρεις, η καρδιά και η ψυχή μου μείνανε εκεί, στη χαμένη μας πατρίδα. Αν ήθελε ο Θεός πριν κλείσω τα μάτια μου να αξιωνόμουνα να πήγαινα για μια φορά", και μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι.

Δεν πρόλαβε όμως η κυρά Σταυρίτσα. Μετά από λίγο καιρό συγχωρέθηκε και στον τάφο της, κάτω απ' το όνομα της, γράφτηκε όπως η ίδια το είχε ζητήσει, Μικρασιάτισσα!!!!!

~~~

"Φεύγει η μέρα και γω θωρώ,
χαμένες πατρίδες,
στο πέρασμα των χρόνων αυτές
νοσταλγώ,
καρδιάς και νου πεθυμιά,
η λευτεριά, είναι κοντά,
λαχτάρα ο γυρισμός, προγόνων
όνειρα θολά.
Θυμιάματα, οσμές, παρελθόντος
τιμές,
σε γκρεμισμένες απ' Σελτζούκους, εκκλησιές,
με φόβο και τρόμο, κρυφά, σιμά
τους πάνε,
κρυφοχριστιανοί, με πάθος
προσκυνάνε.
Κοντά, μα μακριά, Βυζαντίου οι
πόλεις παιδιά,
βαφτίστηκαν ξανά, μα ποτέ
δε ξεχνάν,
με τρόμο σπαθί κι φωτιά στ'
δαδιά,
κατακτητών ξαναγκασμός, μ' αυτές δε προσκυνάν.
Φεύγει η μέρα και γω θωρώ,
χαμένες πατρίδες,
τοπίο θολό, πίσω απ'
παράθυρο παλιό,
χώματα ηρώων Ελληνικά,
ποτισμένα με αίμα για
τη λευτεριά."

Θανάσης Καλλονιάτης

(Το ποίημα από την ποιητική μου συλλογή "Πρώτα Βήματα")

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Το καλύβι του καπετάνιου


   Ακουμπισμένος στα βράχια όπως κάθε πρωί εδώ και πολλά χρόνια, αναπολεί της ζωής τα περασμένα, άλλες φορές με χαρά άλλες με λύπη. Πάνε χρόνια που όλοι οι δικοί του έχουν φύγει μακριά, άλλοι σε άλλες πολιτείες, άλλοι το στερνό ταξίδι, απόμεινε μόνος του με τις αναμνήσεις του, να του κάνουν συντροφιά. 
Απόμαχος πια της ζωής, περιουσία του, τούτο το μικρό καλυβάκι στην ακροθαλασσιά, παρέα του οι γλάροι και ο κυρ Θόδωρος που περνά μια φορά τη βδομάδα από το κοντινό χωριό, του αφήνει προμήθειες και άμα έχει χρόνο του λέει και τα νέα .

Γυρνά πίσω στο καλυβακι του, κάθεται στην πολυθρόνα του, με θέα τη θάλασσα που τόσο αγάπησε και τόσα θυσίασε για αυτή , στο νου του φέρνει όσους πέρασαν απ' τη ζωή του, τι καλά, τι κακά, του αφήκανε. Μα κακία καμιά για κανένα, "ότι έδωκα πήρα" του αρέσει να λέει, και το εννοεί. Αναπολεί τα λιμάνια, τους ανθρώπους, τις αγάπες που πέρασαν απ' τη ζωή του, καμιά φορά δακρύζει κιόλας, αλλά ποτέ δε παραπονιέται για τίποτα. Τις μέρες τις μέτρα με καλές, κακές. Ανάλογα το πως θα ανοίξει τα μάτια του το πρωί.

Μια τέτοια "καλή" μέρα πήγα να τον δω, να πάρω λίγη απ' τη σοφία του, να δώσω λίγο φως στην μαυρίλα της μοναξιάς του.

"Καλώς το καλλιτέχνη", έτσι με αποκαλούσε πάντα, και διέκρινες στο πρόσωπο του μια ειλικρινή, αυθεντική χαρά, γνέφοντας μου να καθίσω δίπλα του, σε ένα παλιό σαρκοφαγωμένο σκαμνί.

"Σήκω, πάμε μέσα" μου ψιθυρίζει μετά από λίγο, με την τρεμάμενη φωνή του, και γνέφοντάς μου με τα παιδιάστικα του μάτια, που δεν ήταν καθόλου ταιριαστά με το γέρικο πρόσωπο του. Πέρασα την παλιά ξύλινη πόρτα και τότε μόνο διαπίστωσα ότι παρ όλο που τον επισκεφτόμουν αρκετά συχνά, μέσα στο "καλύβι" του - έτσι του άρεσε να το λέει - δεν είχα μπει ποτέ.

Όλο κι όλο ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένας καναπές απέναντι απ' το τζάκι, ένα μόνο κρεβάτι ίσα που θα τον χώραγε θαρρώ και ένα παλιό ραδιόφωνο που τέτοιο είχα δει πριν πολλά χρόνια στο σπίτι της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου που το χε κρατήσει σαν ενθύμιο.

Ο τοίχος πάνω απ' το τζάκι γεμάτος φωτογραφίες, του γέρου, με την οικογένεια του, τα λιμάνια που χε πάει, τα καράβια, τα πληρώματα του, τόσες πολλές.

"Εδώ είναι ολάκερη η ζωή μου" μου είπε και κοιτούσε με νοσταλγία όλες αυτές τις στιγμές που είχαν τυπωθεί σε ένα χαρτί. "Ζωή με σωστά και λάθη, με χαρές και λύπες, με καλωσορίσματα και αποχαιρετισμούς" διακρίνοντας στη φωνή του, ένα τόνο που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν είναι χαρά ή λύπη. Με το ένα του χέρι ακουμπά τον ώμο μου, με το άλλο παίρνει μια μικρή φωτογραφία απ' το τοίχο και μου τη δίνει.

Είναι παλιά. Μια κοπέλα όμορφη γύρω στα δεκαοκτώ με πολύ όμορφο μελαγχολικό χαμόγελο, καθισμένη σε μια δέστρα του λιμανιού, με το ένα χέρι να το απλώνει προς τον φωτογράφο σα να του λέει να ρθει κοντά της, και το άλλο να συγκρατεί τα μαλλιά της απ' το φύσημα τ' ανέμου.

Γυρίζω προς το μέρος του, και μέσα στο λιγοστό φως της καλύβας διακρίνω τα μάτια του, διακρίνω δάκρυα που παλεύουν να κυλίσουν στα γέρικα μάγουλα του αλλά δεν τα αφήνει.

Μου γνέφει να πάμε έξω πάλι. Κάθεται αυτός στην πολυθρόνα του και εγώ στο σκαμνί δίπλα του.

"Τούτη η φωτογραφία είναι ότι μου έχει απομείνει από εκείνη. Πρωτόμπαρκος καπετάνιος εγώ, τελειόφοιτη του γυμνασίου εκείνη, κάναμε όνειρα, μεγάλα, αλλά λογαριάζαμε χωρίς το ξενοδόχο. Βλέπεις, εγώ από οικογένεια καπεταναίων, εκείνη ορφανή από μάνα, και ο πατέρας της σταβλίτης στου άρχοντα τη δούλεψη, που να το δεχτεί η μάνα μου τούτο".

Πρώτη φορά τον άκουγα να μιλά για τέτοια θέματα.

" Έφευγα για τον πρώτο μου ταξίδι και εκείνη ήρθε να με αποχαιρετήσει. Ήταν και η τελευταία φορά την είδα. Πήγε η μάνα μου στον άρχοντα και έκαμε παράπονα, φωνάξανε και τον πατέρα της και όλοι μαζί πήρανε απόφαση να την στείλουνε στην Αργεντινή σε κάτι μακρινούς συγγενείς, να μην προχωρήσει τούτο το ειδύλλιο, γιατί έκαμε κακό στην οικογένεια μας. Άμα γύρισα μου τα πάνε όλα, αλλά σεβόμενος τη μάνα μου δεν αντέδρασα, τα δέχθηκα τούτα με μαύρη καρδιά. Μετά η ζωή συνεχίστηκε."

Τον κοίταζα. Τα δάκρυα πια κυλούσαν ποτάμι στα μάγουλα του. Η θλίψη μαύρη ζωγραφιά στο πρόσωπο του, για μια αγάπη που δεν πρόλαβε να ζήσει, ένα έρωτα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει.

Αφού σκούπισε τα μάτια του με το μαντήλι του, μου πε," γιατί στα πα όλα τούτα θα αναρωτιέσαι;" και σηκώθηκε όρθιος. "Μου πάνε ότι στην καρδιά σου έχεις την Λενιώ του κυρ. Ευθύμη, αλλά κοντράρει η μάνα σου σε τούτο. Τα χρόνια καλλιτέχνη μου, που περνάν δε ξαναγυρνάνε, βάλτο καλά στο νου σου. Και όσο αυτά περνάνε αλλάζουμε και εμείς. Έρχεται όμως μια μέρα που κοιτάμε πίσω, βλέπουμε τα λάθη μας, αλλά αλίμονο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα".

Προχώρησε προς τη ξύλινη πόρτα και την άνοιξε να μπει μέσα. Κοντοστάθηκε λίγο, γύρισε προς το μέρος μου και μου πε." Άντε, αργά είναι, γυρνά σπίτι σου, και αν θέλει ο Θεός θα τη συνεχίσουμε τη κουβέντα μας. " και μπήκε στο καλύβι του πριν προλάβω να τον χαιρετήσω.

Με σκέψεις και προβληματισμούς πήρα το δρόμο του γυρισμού, με πόδια βαριά , ασήκωτα, απο τα λόγια του γέρου. Χωρίς να το καταλάβω είχα βρεθεί έξω απ' το σπίτι της Λενιώς. Με γοργά βήματα πήγα προς τη πόρτα και χτύπησα. Άνοιξε ο πατέρας της, παραξενεύτηκε που με δε. "Κυρ Εύθυμη δύο κουβέντες θέλω να σου πω, να περάσω;"

"Πέρασε παλικάρι μου", μου είπε, και το μυαλό μου πήγε στον γέρο, τον έφερα στο νου μου, να είναι καθισμένος ευχαριστημένος στην πολυθρόνα του για μια ακόμη "καλή" μέρα που ξεκίνησε.-

Θανάσης Καλλονιάτης - Κατοχυρωμένο Αύγουστος 2022

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Αντάρα


Τι "Αντάρα" ήταν τούτη.

Η θάλασσα λυσσομανούσε, ο Αίολος θαρρείς, είχε αφήσει όλους τους ανέμους του, και αυτοί αντάμα μα και χώρια, "πάλευαν", στη μέση εμείς, στο έλεος του Θεού, ανίκανοι, ανήμποροι, νιώθοντας τη μικρότητα μας, σ' τούτο το μεγαλείο της φύσης.

Στο νου μου έφερνα το καπετάν Άρη, σε ένα χαμαιτυπείο στη Βομβάη , να μου λέει για τότε, στην Αραβική θάλασσα, ανοικτά του κόλπου Άντεν, που τους χτύπησε κ' αυτούς ένα "κακό" , μα γλυτώσανε, γυρίσανε, γεμάτοι "σημάδια" και "πληγές" όμως, γελούσα κρυφά μη με δει, ζαλισμένος από το ποτό και τα Νυμφίδια, που πάσχιζαν να με κάνουν να ξεχνώ.

<<Κρατάτε γερά, θα βρούμε αγκυροβόλι, μη σκάτε, θα τελειώσει τούτο το κακό>>, κουράγιο πρώτα σε μένα, το δόλιο.

Καταστροφή μα κι ομορφιά, συνάμα, τούτη η "αντάρα".

Τη μιά να λες, Θε μου να γλιτώσω, την άλλη πάρε με να χαθώ στη μαύρη αγκάλη σου.

Μου κράζουν οι Θαλλασόλυκοι, "βάστα μωρέ θα περάσει και τούτο το κακό", μα γω μαγεμένος το κοιτώ, να το αγγίξω ποθώ, στην καταστροφή του να παραδοθώ.

<<Θε μου, βόηθα.. >>

... ξάφνου νηνεμία....

Στην πρύμνη θωρώ την "Αντάρα" στα πίσω μου, αλλού πάει, να βρει άλλο σκαρί, μπας και αυτό το "φέρει βόλτα", θαρρείς γελά μαζί μου.

Να μαι στο "απάνεμο καρνάγιο", σημάδια και πληγές μετρώ, της "Αντάρας" κληρονομιά, στου νου τα βάθη να τα θάψω, θύμηση πικρή μα και γλυκιά. -


Θανάσης Καλλονιάτης - Κατοχυρωμένο Ιούλιος 2022